πιέσασα

πιέσασα
πιέσᾱσα , πιέζω
Ep..
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφραγιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ μσν. ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.) αρχ. δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα τὴρ (πρβλ. κομισ τήρ, σωφρονισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”